ένδεσμος

ένδεσμος
ο
1) узел, тюк; связка, пакет; 2) тех арматура; 3) мор. опалубка; 4) сруб (избы); 5) станок; станина, стан;

ένδεσμος πρίονος — станок для пилы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ένδεσμος" в других словарях:

  • ἔνδεσμος — bundle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… …   Dictionary of Greek

  • ἐνδέσμοις — ἔνδεσμος bundle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδέσμου — ἔνδεσμος bundle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδέσμους — ἔνδεσμος bundle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδέσμῳ — ἔνδεσμος bundle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδεσμοι — ἔνδεσμος bundle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνδεσμον — ἔνδεσμος bundle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вязание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἔνδεσμος) 1) смычка, связка бревен, или досок; накат, потолок,… …   Словарь церковнославянского языка

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ԿՈԶԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 1108 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. Յորմէ ռմկ. կոճակ: ἕνδεσμος illigatio, contignatio ἅφοδος digresss եւ θεέ եբր. թէիմ. Պահանգ. կապ շինուածոց. եւ Վերնախարիսխ բարաւորաց որպէս կզակ դրանն. եւ Ի դուրս ելեալ կողմն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»